- κιβδηλεύματα
- κιβδήλευμαan adulterationneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιβδήλευμα — κιβδήλευμα, τὸ (Α) [κιβδηλεύω] νόθευση τών προς πώληση πραγμάτων («τὰ δὲ κιβδηλεύματά τε καὶ κακουργίας τῶν πωλούντων», Πλάτ.) … Dictionary of Greek